- αρβάλλι
- το [αρβαλλίζω]1. κινητή, μεταλλική λαβή σε λεβέτι, πιαστήρι2. σιδερένιος σύρτης της πόρτας3. μεγάλο κόσκινο4. ξύλο πάνω από τη μυλόμετρα για να ρυθμίζει την κίνηση της σκαφίδας με το στάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρβάλι — το, Ν το ξύλο που κινεί την σκάφη τού μύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. διαλ. προελεύσεως (πρβλ. και τον επίσης διαλ. τ. αρβάλλι με παρόμοια σημ.)] … Dictionary of Greek